εξαπατητικός

εξαπατητικός
-ή, -ό (Α ἐξαπατητικός, -ή, -όν)
1. ο κατάλληλος ή ικανός να εξαπατά («καὶ τοῡτο γὰρ ἐξαπατητικόν τῶν πολεμίων», Ξεν.)
2. αυτός που γίνεται για εξαπάτηση, ο παραπλανητικός, ο απατηλός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἐξαπατητικός — calculated to deceive masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξαπατητικός — ή, ό που εξαπατά, που γίνεται για εξαπάτηση, παραπλανητικός, απατηλός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐξαπατητικόν — ἐξαπατητικός calculated to deceive masc acc sg ἐξαπατητικός calculated to deceive neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξαπατητικῶς — ἐξαπατητικός calculated to deceive adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φενακιστικός, -ή — ό αυτός που γίνεται για φενακισμό (βλ. λ.), που ταιριάζει σε φενακιστή (βλ. λ.), ο εξαπατητικός: Φενακιστικές υποσχέσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐξαπατητικάς — ἐξαπατητικά̱ς , ἐξαπατητικός calculated to deceive fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”